- τσιμπούσι
- το пир
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τσιμπούσι — και τσυμπούσι, το, Ν συμπόσιο, φαγοπότι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cumbuş, πιθ. < συμπόσιον] … Dictionary of Greek
τσυμπούσι — το, Ν βλ. τσιμπούσι … Dictionary of Greek
giumbuş — GIUMBÚŞ, giumbuşuri, s.n. (Rar) Giumbuşluc. – Din tc. cümbüş. Trimis de gall, 13.09.2007. Sursa: DEX 98 GIUMBÚŞ s. v. bufonerie, caraghioslâc, clovnerie, comicărie, giumbuşluc. Trimis de siveco, 13.09.2007. Sursa: Sinonime giumbúş s. n. (sil … Dicționar Român
φαγοπότι — το 1. το σύνολο των φαγητών και των ποτών στο τραπέζι: Του βάλανε μπροστά του φαγοπότι. 2. το να τρώει κανείς και συγχρόνως να πίνει οινοπνευματώδη ποτά: Αρχίσανε το φαγοπότι. 3. συμπόσιο, τσιμπούσι, γλέντι, ξεφάντωμα, διασκέδαση: Το ρίξαμε στο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)